- ενύλων
- ἐνύλωνἔνυλοςinvolved: masc /fem /neut gen pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐνύλων — ἔνυλος involved masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοχέας — ο / συνοχεύς, έως, ΝΜΑ [συνέχω] νεοελλ. 1. καθετί που προσδίδει συνοχή, που συγκρατεί 2. βοτ. ο λεπτός σύνδεσμος από παρεγχυματικό ιστό που συνδέει τους γυρεοσακους τού ανθήρα, στον στήμονα τού άνθους τών αγγειόσπερμων φυτών 3. φυσ. φωρατής… … Dictionary of Greek